- αναβατήριον
- ἀναβατήριον (ενν. ἱερόν), το (Α)1. θυσία πριν από την αναχώρηση πλοίου για την ευόδωση τού ταξιδιού2. υπόβαθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναβατὴρ < ἀνα-* + βατὴρ < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβατήριον — sacrifice for fair voyage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβατήρια — ἀναβατήριον sacrifice for fair voyage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)